| |||
εισάγω | |||
ένθεμα | |||
παρεμβάλλω | |||
παρέμβλημα | |||
ένθετο; συμπλήρωμα | |||
γαρνιτούρα; επένδυση; επικάλυψη | |||
εισάγω εισήγαγα; ενθέτω ενέθεσα; εντεθειμένος; παρεμβάλλω παρενέβαλα; παρεμβεβλημένος | |||
επίστρωμα άκρου ηλεκτροδίου; επίστρωμα σιαγόνων στερέωσης; ένθετη μήτρα σφυρηλασίας | |||
επιπρόσθετο εξάρτημα μπουκαδούρας; επιπρόσθετο τεμάχιο τροφοδοσίας; επιπρόσθετο τμήμα μπουκαδούρας; επαναχρησιμοποιούμενο κοπτικό πλακίδιο | |||
εισαγωγή (A mode in which any data to the right of the cursor is moved to the right as you type) | |||
ένθετη διαγράμμιση | |||
| |||
καταχωρώ; χώνω | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
A close-up shot of an object, often produced by the second unit. The term probably came about to reflect the fact that this shot will be "inserted" into the final version of the movie during editing. |
insert: 90 Phrasen in 18 Thematiken |