fund | |
Allg. | χρηματοδοτώ; κονδύλιο; διατίθενται πόροι για ... |
Fin. | εταιρία επενδύσεων |
funding | |
Buchhalt. | σχηματισμός κεφαλαίου |
Fin. | πράξη αναδιάταξης; πράξη παγιοποίησης |
Fin. Gesellsch. | κεφαλαιοποίηση; προχρηματοδότηση |
funds | |
Fin. | κεφάλαια |
code | |
Allg. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
IT Datenverarb. | κώδικας |
IT Tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
Kommunik. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
Med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
χρηματοδοτώ; κονδύλιο n | |||
| |||
σχηματισμός κεφαλαίου | |||
πράξη αναδιάταξης; πράξη παγιοποίησης; χρηματοδοτικό κονδύλιο | |||
κεφαλαιοποίηση; προχρηματοδότηση | |||
παγιοποίηση ; κεφαλαιοποίηση ; αναχρηματοδότηση | |||
| |||
εταιρία επενδύσεων | |||
| |||
κεφάλαια | |||
τεχνικά αποθέματα | |||
| |||
ταμείο (ΕE) | |||
| |||
διατίθενται πόροι για ... | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
fundamental | |||
| |||
Royce Global Trust, Inc. | |||
fundament; fundamental | |||
International Monetary Fund | |||
| |||
Fundatio ("foundation") |
fund : 946 Phrasen in 42 Thematiken |