-function | |
IT | λειτουργία |
function | |
Allg. | λειτουργώ |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
Med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
micr. | λειτουργία; συνάρτηση |
access | |
Allg. | έχω πρόσβαση |
Kommunik. | πρόσβαση |
landwirt. Bauw. | τεχνικόν έργον αγροτικής διαβάσεως |
Med. | είσοδος; προσέγγιση; πρόσβαση; κρίση; παροξυσμός; προσβολή |
button | |
el. | κλειδί; λαβή; μοχλός χειρισμού; πλήκτρο |
geow. el. | κεφαλή πλήκτρου επαφής |
Hobby | αιχμή προφύλαξης που τοποθετείται στην άκρη ενός ξίφους |
komm. | κουμπί |
Med. | χόνδρος ακανθωδών αποφύσεων; κομβίο |
| |||
λειτουργώ | |||
συνάρτηση f; συναρτησιακή διαδικασία | |||
λειτουργία f; λειτουργώ λειτούργησα; έργο n | |||
λειτουργία f (A data service operation that is bound to a URI that does not have a side-effect on data exposed by the data service); συνάρτηση f (A prewritten formula that simplifies the process of entering calculations and enables the user to use formulas that might be difficult to build from scratch) | |||
| |||
λειτουργία f | |||
| |||
λειτουργία | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
fun | |||
fct; fctn; func | |||
The broad, general, and enduring role for which an organization is designed, equipped, and trained (JP 1) |
function access : 3 Phrasen in 1 Thematik |
Kommunikation | 3 |