flux | |
Allg. | πυκνότητα ροής σωματιδίων |
Chem. | συλλίπασμα; τακερό |
Med. | ροή |
Metall. | ουσία που διευκολύνει τη συγκόλληση; ευτηκτικό |
Metall. el. | υλικό καθαρισμού |
array | |
Allg. | παράταξη |
Dokument. IT | διάταξη; ταξινομητική διάταξη |
el. | διάταξη κεραιών; κατευθυντική κεραιοστοιχία; κεραιοστοιχία; στοιχειοκεραία |
IT | μήτρα |
Math. | συστοιχία; διατεταγμένης σειράς |
corrosion | |
Allg. | διάβρωση |
Med. | διάβρωσις |
Umwelt | διάβρωση; οξίδωση; διάβρωση/οξίδωση |
tool | |
Maschinenb. | μικροεργαλείο; εργαλειομηχανή; εργαλείο πλάνισης; οδοντωτός κανόνας πλάνισης με κύλιση; κατεργάζομαι; επεξεργάζομαι |
micr. | εργαλείο |
Nat.Wiss. geow. Maschinenb. | εργαλείο |
tools | |
Industr. Bauw. Metall. | εργαλεία υαλουργού |
| |||
πυκνότητα ροής σωματιδίων | |||
συλλίπασμα; τακερό | |||
ροή | |||
ουσία που διευκολύνει τη συγκόλληση; ευτηκτικό | |||
υλικό καθαρισμού | |||
ρευστοποιητής | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
u | |||
Ψ |
flux : 255 Phrasen in 20 Thematiken |