flexible | |
Allg. | ευέλικτη; ευέλικτο; ευέλικτος |
Chem. | εύκαμπτο καλούπι |
Maschinenb. | εύκαμπτος σωλήνας σύνδεσης |
interface | |
geow. | διαχωριστική επιφάνεια |
geow. el. | ενδιάμεσο ηλεκτρικής σύνδεσης |
Kommunik. IT | διεπαφή |
Kommunik. IT el. | διεπικοινωνία; όριο διασυνδέσεως |
landwirt. | τμήμα φλοιού μεταξύ δύο εντομών |
Metall. | διεπιφάνεια; επιφάνεια επαφής |
Metall. el. | επιφάνεια συγκολλήσεως |
technique | |
Allg. | τεχνική |
| |||
ευέλικτη; ευέλικτο; ευέλικτος | |||
εύκαμπτο καλούπι | |||
εύκαμπτος σωλήνας σύνδεσης | |||
εύκαμπτος | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
flexi | |||
flex |
flexible : 313 Phrasen in 33 Thematiken |