extend | |
Allg. | παρατείνω; απλώνω |
Fin. IT | διαστέλλω,διευρύνω,εκτείνω |
Kommunik. | διαστέλλω' διευρύνω' εκτείνω |
extended | |
Allg. | προτεταμένη; προτεταμένο; προτεταμένος |
Fin. IT Datenverarb. | διεσταλμένος; διεσταλμένο στοιχείο |
controller | |
geow. Maschinenb. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
Kommunik. Verk. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
landwirt. | χειριστήριο |
Maschinenb. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
micr. | ελεγκτής |
| |||
παρατείνω; απλώνω | |||
διαστέλλω,διευρύνω,εκτείνω | |||
διαστέλλω' διευρύνω' εκτείνω | |||
| |||
προτεταμένη; προτεταμένο; προτεταμένος | |||
διεσταλμένος; διεσταλμένο στοιχείο | |||
σε έκταση; σε εφελκυσμό | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
Exercise Training for the Elderly and/or Disabled | |||
| |||
extnd |
extended : 183 Phrasen in 37 Thematiken |