enter | |
Fin. | εγγράφω επισήμως; εισάγω στο Xρηματιστήριο; καταχωρώ |
Fin. Wirtsch. Buchhalt. | καταχωρώ λογιστικά' καταλογίζω |
mark. Ausbild. Arb.re. | εγγράφω |
-do | |
micr. | υποχρέωση, εκκρεμής εργασία; εκκρεμής εργασία; εκκρεμής εργασία, υποχρέωση |
Do | |
micr. | Εκκρεμής εργασία |
| |||
εγγράφω επισήμως; εισάγω στο Xρηματιστήριο; καταχωρώ | |||
εγγράφω | |||
| |||
εισάγω (To enter information by means of the keyboard or other input method) | |||
| |||
καταχωρώ λογιστικά' καταλογίζω | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
Equivalent National Tertiary Entrance Rank; European Network for Training in Economic Research (Anglophile) | |||
Enter Stack Frame |
enter DOS : 2 Phrasen in 2 Thematiken |
Informationstechnik | 1 |
Umwelt | 1 |