electromagnetic interference | |
IT | ηλεκτρομαγνητικές παρεμβολές |
Kommunik. el. | ηλεκτρομαγνητική παρεμβολή; παρεμβολή από ηλεκτρομαγνητικά πεδία |
test | |
Med. | δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα; εξέταση; ανάλυση |
testing | |
Allg. | δοκιμές |
IT | εξέταση |
electromagnetic interference : 3 Phrasen in 1 Thematik |
Verkehr | 3 |