effective | |
Allg. | αποτελεσματική; αποτελεσματικό |
Med. | αποτελεσματικός; δραστικός |
fire | |
Allg. | πυροβολώ |
Industr. Bauw. Metall. | σπίθα |
Umwelt | πυρά; φωτιά |
Verk. | τροφοδοτώ τη φωτιά |
| |||
αποτελεσματική; αποτελεσματικό | |||
αποτελεσματικός; δραστικός | |||
αποτελεσματικός (Capable of producing successful results) | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
efctv; eff | |||
echoing area of target | |||
eff. |
effective: 435 Phrasen in 39 Thematiken |