effective | |
Allg. | αποτελεσματική; αποτελεσματικό |
Med. | αποτελεσματικός; δραστικός |
elasticity | |
Allg. | εφελκυσμός |
Med. | ελαστικότητα; ευκαμψία |
| |||
αποτελεσματική; αποτελεσματικό | |||
αποτελεσματικός; δραστικός | |||
αποτελεσματικός (Capable of producing successful results) | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
efctv; eff | |||
echoing area of target | |||
eff. |
effective : 434 Phrasen in 37 Thematiken |