drag | |
Fischz. | υδροδυναμική αντίσταση |
geow. Verk. | οπισθέλκουσα αεροπλάνου |
Industr. Bauw. Metall. | μπιμπικιασμένη επιφάνεια |
Metall. | εκσκαφέας; καθυστέρηση αυλακώσεων |
Nat.Wiss. el. | ώση |
loading | |
Allg. | πλήρωση |
Industr. Bauw. | επιβάρυνση; τοποθετώ μέσα στη μήτρα |
Industr. Bauw. Metall. | ειδική τηκτική ικανότητα |
IT | φορτώνω |
kohl. | γόμωση; φόρτωση δι'εκρηκτικών υλών |
Kommunik. | φόρτιση |
Metall. | στερέωση και ευθυγράμμιση |
Stat. | φόρτωση |
| |||
σύρω | |||
αντίστασηρευστού; οπισθέλκουσα | |||
υδροδυναμική αντίσταση | |||
οπισθέλκουσα αεροπλάνου; αντίσταση αεροπλάνου | |||
μπιμπικιασμένη επιφάνεια | |||
βαριά σβάρνα; ξύλινος ισοπεδωτής | |||
επιπεδωτήρ | |||
εκσκαφέας; καθυστέρηση αυλακώσεων | |||
σέρνω (To move an item on the screen by touching the item on a screen and then sliding the finger across the screen or by pressing and holding down the left mouse button while moving the mouse) | |||
ώση | |||
αντίσταση; δύναμη αντίστασης; οπισθέλκουσα δύναμη; βυθοκόρος; ισχυρή ανηφοριά; κατά μήκος ισχυρή κλίση; κατά μήκος μεγάλη κλίση; μεγάλη ανηφοριά | |||
οπισθέλκουσα/EUROD | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
boring (Doing homework on the weekend is a drag) | |||
| |||
Doctrine Review and Approval Group | |||
To inhale or puff a cigarette |
drag : 247 Phrasen in 20 Thematiken |