distortion | |
Allg. | διαταραχή |
el. | παραμόρφωση κυματομορφής |
geow. | παραμόρφωσις; στρέβλωσις |
Industr. Bauw. Metall. | οπτική διακύμανση |
Med. | παραμόρφωση; διάστρεμμα |
detection loop | |
Kommunik. Verk. | βρόχος ανίχνευσης |
| |||
διαταραχή f | |||
παραμόρφωση κυματομορφής | |||
παραμόρφωσις f; στρέβλωσις f | |||
οπτική διακύμανση | |||
παραμόρφωση f; διάστρεμμα n; στρεύλωση f | |||
στρέβλωση f; κύρτωση f | |||
συστηματικό σφάλμα; απόκλισις f; μεροληψία f | |||
| |||
παραμόρφωση f; παραμόρφωση ενός ελάσματος | |||
| |||
παραμόρφωση εξελασμένου ή συγκολλητού στοιχείου |
distortion : 266 Phrasen in 21 Thematiken |