Diagnostics | |
micr. | Διαγνωστικός έλεγχος |
diagnostic | |
Allg. | διαγνωστική; διαγνωστικό |
biow. | ανάλυση καιρού |
Med. | διαγνωστικός |
diagnostics | |
IT Allg. | διαγνωστικά |
coverage | |
Allg. | πληθυσμιακή κάλυψη |
el. | επιφάνεια κάλυψης δορυφόρου |
Kommunik. | χώρος κάλυψης; κάλυψη εκπομπής |
landwirt. | ψεκασμός κάλυψης |
Math. | κάλυψη |
Metall. | βάρος απαιτούμενου υλικού ανά μονάδα επιφάνειας για τη δημιουργία στρώματος ορισμένου πάχους |
Recht. | πεδίο εφαρμογής; όρια ισχύος |
| |||
διαγνωστική f; διαγνωστικό | |||
ανάλυση καιρού | |||
διαγνωστικός | |||
| |||
διαγνωστικά | |||
διαγνωστική f | |||
| |||
Διαγνωστικός έλεγχος (A feature of Windows that checks for problems associated with network connections) | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
Analysis and assessment of the damage of an item of equipment, made by a maintenance specialist or by the item of equipment itself. (FRA) |
diagnostic : 170 Phrasen in 18 Thematiken |