deviation | |
Gesellsch. | παρέκκλιση |
mater. | διαφορά |
Math. | αποκλίνουν |
Med. | εκτροπή; απόκλιση |
Stat. | συστηματική απόκλιση; συστηματική μεταβολή; απόκλισις |
Stat. Fin. | διακύμανση |
Verk. | διαδρομή με παράκαμψη |
form | |
Fin. | εμφάνιση των μετοχών |
mater. | πρότυπο |
Med. | μορφή |
Metall. | μορφοποιώ; μορφώνω; σχηματίζω |
Metall. Maschinenb. | αποτύπωμα; κοιλότητα τύπου |
| |||
παρέκκλιση f | |||
διαφορά n | |||
αποκλίνουν n | |||
απόκλιση f | |||
συστηματική απόκλιση; συστηματική μεταβολή; απόκλισις f | |||
διακύμανση f | |||
διαδρομή με παράκαμψη | |||
έκπτωση f | |||
| |||
εκτροπή | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
A departure from a current clearance, such as an off-course manoeuvre, to avoid weather or turbulence; The angular difference between magnetic and compass headings | |||
dev |
deviation : 250 Phrasen in 27 Thematiken |