Detector | |
Allg. | Ανιχνευτής. |
detector | |
Med. | ανιχνευτής |
Stat. Wissensch. el. | φωρατής |
Tech. | ανιχνευτής ακτινοβολιών |
controller | |
geow. Maschinenb. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
Kommunik. Verk. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
landwirt. | χειριστήριο |
Maschinenb. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
micr. | ελεγκτής |
| |||
ανιχνευτής m | |||
φωρατής f | |||
ανιχνευτής ακτινοβολιών | |||
ανιχνευτής/φωρατής m | |||
| |||
φωρατής f | |||
| |||
Ανιχνευτής. m | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
det; detr |
detector : 389 Phrasen in 27 Thematiken |