design automation | |
IT el. | αυτοματοποίηση σχεδιασμού |
System | |
micr. | Σύστημα |
system | |
Allg. | πλήρες ηλεκτρικό σύστημα ελέγχου; πλήρες υδραυλικό σύστημα ελέγχου |
el. | ηλεκτρικό δίκτυο |
geow. Maschinenb. | θερμοδυναμικό σύστημα |
Industr. | δίκτυο; σύμπλεγμα |
IT | δημιουργία συστήματος |
Med. | σύστημα |
| |||
αυτοματοποίηση σχεδιασμού | |||
αυτοματοποιημένη σχεδιομελέτη | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
DA |
design automation : 1 Phrase in 1 Thematik |
Allgemeine Lexik | 1 |