delay | |
Allg. | καθυστερώ; αργώ |
el. | καθυστέρηση απόκρισης σε κλιμακωτή διέγερση; καθυστέρηση; καθυστέρηση μετάδοσης |
equalizer | |
el. | εξισορροπητής |
geow. Maschinenb. | εξομοιωτής πίεσης |
landwirt. | εξισωτής |
Maschinenb. | συσκευή ισοστάθμισης; εξισορροπητική ράβδος |
variable | |
Allg. | ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος |
IT el. | μεταβλητή |
Math. | μεταβλητής; στοχαστική μεταβλητή; τυχαία μεταβλητή; τυχαίων μεταβλητών; μεταβλητών |
| |||
καθυστέρηση απόκρισης σε κλιμακωτή διέγερση; καθυστέρηση f; καθυστέρηση μετάδοσης | |||
χρόνος καθυστερήσεως | |||
| |||
καθυστερώ; αργώ | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
del (ed) | |||
del; dl; dla; dly | |||
| |||
delay the game | |||
| |||
D (fuzes) | |||
| |||
To slow down the enemy's progression in a direction or in an area by the action of mobile detachments, through fires and obstacles. FRA |
delay equalizer : 2 Phrasen in 2 Thematiken |
Elektronik | 1 |
Kommunikation | 1 |