delay | |
Allg. | καθυστερώ; αργώ |
el. | καθυστέρηση απόκρισης σε κλιμακωτή διέγερση; καθυστέρηση; καθυστέρηση μετάδοσης |
code | |
Allg. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
IT Datenverarb. | κώδικας |
IT Tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
Kommunik. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
Med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
καθυστέρηση απόκρισης σε κλιμακωτή διέγερση; καθυστέρηση f; καθυστέρηση μετάδοσης | |||
χρόνος καθυστερήσεως | |||
| |||
καθυστερώ; αργώ | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
del (ed) | |||
del; dl; dla; dly | |||
| |||
delay the game | |||
| |||
D (fuzes) | |||
| |||
To slow down the enemy's progression in a direction or in an area by the action of mobile detachments, through fires and obstacles. FRA |
delay code : 1 Phrase in 1 Thematik |
Elektronik | 1 |