corrective action | |
Astro. Verk. | διορθωτική ενέργεια |
Kernphys. | διορθωτική δράση; διορθωτική επενέργεια |
verf. | διορθωτικό μέτρο; μέτρο αποκατάστασης |
report | |
Ausbild. | έλεγχος προόδου; διάλεξη |
IT | αναφορά |
mark. | απολογισμός |
corrective action report: 1 Phrase in 1 Thematik |
Materialwissenschaften | 1 |