controller | |
geow. Maschinenb. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
Kommunik. Verk. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
landwirt. | χειριστήριο |
Maschinenb. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
micr. | ελεγκτής |
AND | |
micr. | λογικό ΚΑΙ |
signal | |
Allg. | διαβιβάσεις; εκπέμπω σήμα |
Kommunik. el. | σημείο |
Maschinenb. | απεικόνιση θέσης |
Med. | σήμα; να γίνει εκπομπή; σινιάλο; σύνθημα ήματος |
signalling | |
Arb.re. el. | σηματοδότηση |
evaluation | |
Datenverarb. | αποτίμηση |
Fin. IT | αξιολόγηση |
Stat. | ανάλυση |
Umwelt | αξιολόγηση; αποτίμηση; εκτίμηση |
| |||
υπεύθυνος της επεξεργασίας | |||
διάταξη ελέγχου; ελεγκτήρας f | |||
βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως | |||
συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως | |||
χειριστήριο n | |||
ρυθμιστής m; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου | |||
ελεγκτής m (The part of a test rig that distributes tests to agent computers and collects test results) | |||
υπολογιστής m; διαχειριστής m; πληρεξούσιος m | |||
ελεγκτής m | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
cont | |||
A person holding a valid licence to control air traffic | |||
con; ctlr | |||
ctrl |
controller and : 7 Phrasen in 3 Thematiken |
Informationstechnik | 3 |
Metallurgie | 1 |
Verkehr | 3 |