configuration control | |
Allg. | έλεγχος αντιδραστήρα με αναδιαμόρφωση της συγκροτήσεώς του |
Datum | |
IT | Δεδομένο |
data | |
micr. | δεδομένα |
Stat. | στοιχεία; δεδομένο |
datum | |
geow. | γεωδαιτικό δεδομένο; γεωδαιτικό σημείο; γεωδαιτικό σύστημα αναφοράς |
Math. | δεδομένα |
Tech. Bauw. | γραμμή βάσεως |
| |||
έλεγχος αντιδραστήρα με αναδιαμόρφωση της συγκροτήσεώς του | |||
έλεγχος διάρθρωσης |
configuration control : 2 Phrasen in 2 Thematiken |
Allgemeine Lexik | 1 |
Informationstechnik | 1 |