complementary | |
Allg. | συμπληρωματική; συμπληρωματικό |
two | |
Allg. | δύο |
complement | |
Allg. | συμπλήρωση; συμπληρώνω |
IT | συμπλήρωμα |
Med. | συμπλήρωμα; αλεξίνη; κυτάση; σύστημα συμπληρώματος |
| |||
συμπληρωματική; συμπληρωματικό | |||
συμπληρωματικός |
complementary : 94 Phrasen in 28 Thematiken |