common | |
Allg. | συνήθης; σύνηθες |
landwirt. | κοινή διαλογή |
simulation | |
Med. | παθομίμηση; παθομιμητισμός; προσποίηση; προσποίηση ασθένειας; προσομοίωση; εξομοίωση |
component | |
Allg. | εξάρτημα |
Bauw. | δομικό στοιχείο |
Maschinenb. | μηχανικό κομμάτι; μηχανικό όργανο |
Med. | συστατικό μόριο; συστατικό; συστατικό στοιχείο |
micr. | στοιχείο |
Verk. | στοιχείο |
Verk. mater. | συνιστώσα δύναμη |
| |||
κοινή διαλογή | |||
κοινός | |||
| |||
συνήθης; σύνηθες | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
common sense | |||
com; comm; comn | |||
| |||
c'mon (misconception of the words "come on," it should be "c'mon" |
common : 1453 Phrasen in 54 Thematiken |