command to line of sight | |
Kommunik. | εντολή καθοδήγησης βλήματος σε οπτική επαφή με στόχο |
guidance | |
Ausbild. anst. | προσανατολισμός |
Chem. | κατευθυντήριες γραμμές |
gesundh. Pharma. | οδηγίες |
IT | καθοδήγηση |
Kommunik. | οδήγηση' καθοδήγηση |
Maschinenb. | οδήγηση; οδηγός |
Tech. | κατεύθυνση |