Wörterbücher
Forum
Kontakte

Google | Forvo | +
capacity
 Capacity
micr. Δυνατότητα
 capacity
Forst απόδοση
IT Tech. χωρητικότητα μνήμης
Kommunik. Verk. κυκλοφοριακή ικανότητα
Maschinenb. όγκος εμβολισμού κυλίνδρου; κυβισμός κινητήρα; κυλινδρισμός; χωρητικότητα κυλίνδρου
Med. χωρητικότητα
micr. χωρητικότητα
| loading
 loading
Allg. πλήρωση
Industr. Bauw. επιβάρυνση; τοποθετώ μέσα στη μήτρα
Industr. Bauw. Metall. ειδική τηκτική ικανότητα
IT φορτώνω
kohl. γόμωση; φόρτωση δι'εκρηκτικών υλών
Kommunik. φόρτιση
Metall. στερέωση και ευθυγράμμιση
Stat. φόρτωση
| and
 AND
micr. λογικό ΚΑΙ
| schedule
 Schedule
micr. Χρονοδιάγραμμα
 schedule
Fin. χρονοδιάγραμμα
Math. Πρόγραμμα
micr. κατάστρωση χρονοδιαγράμματος
Recht. πίνακας
Stat. ερωτηματολόγιο; κατάλογος
Tech. Chem. πειραματική διάταξη
Tech. Recht. el. πρόγραμμα
Verk. δρομολόγιο
| system
 System
micr. Σύστημα
 system
Allg. πλήρες ηλεκτρικό σύστημα ελέγχου; πλήρες υδραυλικό σύστημα ελέγχου
el. ηλεκτρικό δίκτυο
geow. Maschinenb. θερμοδυναμικό σύστημα
Industr. δίκτυο; σύμπλεγμα
IT δημιουργία συστήματος
Med. σύστημα
- einzelne Wörter gefunden

Substantiv | Adjektiv | zu Phrasen

capacity

[kə'pæsɪtɪ] Sub.
geow. εμβαδόν n; περιεκτικότης m; χωρητικότης m; χώρησις; όγκος m
IT, Tech. χωρητικότητα μνήμης
Maschinenb. όγκος σάρωσης κυλίνδρου
Med. ικανότητα f; μνημονικό εύρος
micr. χωρητικότητα f (The ability of a resource to produce an amount of output in a specified amount of time)
Verk. μεταφορική ικανότητα; δυναμικότητα f; ικανότητα φόρτωσης; όγκος φορτίου; όγκος φόρτωσης
capacity of a road [kə'pæsɪtɪ] Sub.
Kommunik., Verk. κυκλοφοριακή ικανότητα
capacity [kə'pæsɪtɪ] Adj.
Forst απόδοση
Maschinenb. όγκος εμβολισμού κυλίνδρου; κυβισμός κινητήρα; κυλινδρισμός; χωρητικότητα κυλίνδρου
Med. χωρητικότητα
Capacity [kə'pæsɪtɪ] Adj.
micr. Δυνατότητα (A resource's time based on their resource base calendar minus certain standard exceptions. Capacity is equal to Base Capacity minus an allowance for planned vacations, holidays, sick time, etc. For example, a part-time resource with a Base Capacity of .7FTE might have a Capacity of .65FTE after accouting for partial benefits)
 Englisch Thesaurus
capacity [kə'pæsɪtɪ] Abk.
Abkürz., Bergb. capac
Abkürz., IT cap.
Abkürz., Polym. capy
Abkürz., Qual.Kontr. capy
Mil., Abkürz. cpty; cy
Recht. The person with the ability to perform under his or her will; legal competence; the person with the ability to perform under his or her will
Tech., Abkürz. cary
Wärmetech., Polym. c
capacity loading
: 12 Phrasen in 2 Thematiken
Maschinenbau1
Verkehr11

Hinzufügen | Fehler melden | Kurzlink auf diese Seite