|
|
biow. |
αναστολέας; σφήνα; τάκος |
Dokument., IT |
ενδιάμεση αποθήκη |
geow., el. |
απομονωτήρας; απομονωτής |
Industr., Bauw. |
ξύστρα; ράσπα |
IT, Tech. |
Ενδιάμεσος καταχωρητής; αντιμνήμη; ενδιάμεση μνήμη; μνήμη εξισωτικού ταμιευτή |
landwirt. |
δεσμός; εμπόδιο; πέδη; πέδικλο |
Maschinenb. |
διαχωριστικός χώρος; ενδιάμεσος χώρος; επικάθιση; ανακρουστήρας; τερματικός αναστολέας |
Med. |
ρυθμιστικό διάλυμα |
micr. |
αποθηκεύω σε buffer (To use a region of memory to hold data that is waiting to be transferred, especially to or from input/output (I/O) devices such as disk drives and serial ports) |
Nat.Wiss., landwirt. |
ανασταλτήρ; ενδιάμεσον είδος; μεταβατική ζώνη |
Tech. |
αποσβεστήρας ταλαντώσεων' αμορτισέρ |
Verk. |
αποσβεστήρας κρούσεων |
Verk., Maschinenb. |
ανασταλτήρας; αποσβεστήρας; προσκρουστήρας; συγκρατήρας; συγκρουστήρας |
|
|
Dokument., IT |
ενδιάμεση αποθήκη; ενδιάμεση μνήμη |
landwirt. |
Ανασταλτήρας συγκρουστήρας |
|
|
biow., Chem. |
ρυθμιστική ενέργεια |
IT |
Προκαταχώρηση |
IT, el. |
προσωρινή αποθήκευση |
Kommunik. |
περιοριοθέτηση |
Med. |
παρασκευή ενός ρυθμιστικού διαλύματος |
|
Englisch Thesaurus |
|
|
Abkürz., IT |
bfr |
IT |
Memory reserved to temporarily hold data to offset differences between the operating speeds of different devices, such as a printer and a computer (In a program, buffers are reserved areas of random access memory (RAM) that hold data while they are being processed) |