Automatic | |
micr. | Αυτόματο |
automatic | |
Allg. | αυτόματη; αυτόματο |
micr. | αυτόματος |
Stat. IT Bauw. | αυτόματος |
fault finding | |
el. | εντοπισμός σφάλματος; θέση σφάλματος |
AND | |
micr. | λογικό ΚΑΙ |
maintenance | |
Ausbild. | επίδομα βασικών εξόδων διαβίωσης; επιχορήγηση για εκπαίδευση ή ενημέρωση; επιχορήγηση για επαγγελματικό προσανατολισμό |
Maschinenb. | συντήρηση μηχανής |
Med. | συντήρηση; διατήρηση |
Recht. | διατήρηση |
verf. | διατροφή; διατροφή από το νόμο |
Verk. | επισκευή |
| |||
αυτόματη; αυτόματο n | |||
αυτόματος (Pertaining to something that functions without external control) | |||
αυτόματος | |||
| |||
αυτοματική f | |||
| |||
Αυτόματο n (The name of a device profile that handles incoming calls by switching between the Normal profile and the Meeting profile when the calendar indicates that the current time is busy) | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
combustion control |