Automatic | |
micr. | Αυτόματο |
automatic | |
Allg. | αυτόματη; αυτόματο |
micr. | αυτόματος |
Stat. IT Bauw. | αυτόματος |
AND | |
micr. | λογικό ΚΑΙ |
remote | |
Allg. | απόμακρη; απόμακρο; απόμακρος |
Kommunik. | δορυφορικό κέντρο; εξωτερική εκπομπή; εξωτερική μετάδοση; κέντρο-δορυφόρος; ρεπορτάζ; υπόκεντρο |
Power | |
micr. | Λειτουργία |
power | |
Allg. | ενέργεια; κινώ με ηλεκτρική ενέργεια |
Math. | ισχύς ενός ελέγχου |
Med. | ισχύς; δύναμη |
micr. | ισχύς |
phys. | μηχανική δύναμη |
controller | |
geow. Maschinenb. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
Kommunik. Verk. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
landwirt. | χειριστήριο |
Maschinenb. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
micr. | ελεγκτής |
| |||
αυτόματη; αυτόματο n | |||
αυτόματος (Pertaining to something that functions without external control) | |||
αυτόματος | |||
| |||
αυτοματική f | |||
| |||
Αυτόματο n (The name of a device profile that handles incoming calls by switching between the Normal profile and the Meeting profile when the calendar indicates that the current time is busy) | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
combustion control |
automatic : 25 Phrasen in 3 Thematiken |
Elektronik | 11 |
Informationstechnik | 4 |
Kommunikation | 10 |