automate | |
IT | αυτοματοποιώ |
remote | |
Allg. | απόμακρη; απόμακρο; απόμακρος |
Kommunik. | δορυφορικό κέντρο; εξωτερική εκπομπή; εξωτερική μετάδοση; κέντρο-δορυφόρος; ρεπορτάζ; υπόκεντρο |
| |||
αυτοματοποιώ |
automated remote : 1 Phrase in 1 Thematik |
Allgemeine Lexik | 1 |