| |||
πιστωτικοί λογαριασμοί | |||
λογιστικές υποχρεώσεις; λογιστικές χρεώσεις | |||
| |||
πιστωτικός λογαριασμός; πληρωτέο χρέος; υποχρέωση; χρέος | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
ac pay; a/c pay (oVoD) | |||
| |||
AP (Capital) | |||
A/P |
accounts payable: 3 Phrasen in 2 Thematiken |
Buchhaltung | 1 |
Wirtschaft | 2 |