| |||
Εργασία (A field for a contact's workplace telephone number, typically retrieved automatically from the corporate address book) | |||
| |||
λειτουργώ | |||
κόσμος της εργασίας | |||
δύναμη τροποποίησης ενός συστήματος | |||
υπερωριακή εργασία | |||
έργο | |||
κατασκευάζω; κατεργάζομαι; επεξεργάζομαι; εργάζομαι | |||
προς κατεργασία κομμάτι | |||
εργασία | |||
| |||
μετασκευάζω; επεξεργάζομαι; κατεργάζομαι μηχανικά | |||
εργαζόμενος | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
wk; w (Vosoni) | |||
yakka | |||
wrk | |||
| |||
Workflow Management, Inc. |
Work : 1285 Phrasen in 58 Thematiken |