structural engineer | |
Maschinenb. Bauw. | εργολάβος δομικών έργων; μηχανικός δομικών έργων |
association | |
Kommunik. IT | συσχέτιση εφαρμογής |
mark. Industr. Bauw. | κοινοπραξία; προσωπική εταιρεία; σύμπραξη |
Math. | σύνδεση ή συνάφεια |
Recht. | σύλλογος |
Umwelt | συσχετισμός; σύνδεση; συσχέτιση |
Wirtsch. | ένωση |
| |||
τεχνολογία κατασκευών; τεχνική κατασκευών; μηχανική σιδηρών οικοδομικών έργων | |||
| |||
εργολάβος δομικών έργων; μηχανικός δομικών έργων |
Structural Engineers : 1 Phrase in 1 Thematik |
Metallurgie | 1 |