machine | |
Forst | μηχάνημα |
Maschinenb. | ανυψωτικός μηχανισμός ανελκυστήρα; επεξεργάζομαι; κατεργάζομαι μηχανικά; μετασκευάζω |
machining | |
Chem. | βιομηχανική κατεργασία |
Industr. Bauw. | κατεργασία κοπής; κατεργασία σε εργαλειομηχανή |
operating system | |
micr. | λειτουργικό σύστημα |
| |||
μηχάνημα n | |||
ανυψωτικός μηχανισμός ανελκυστήρα | |||
| |||
επεξεργάζομαι; κατεργάζομαι μηχανικά | |||
| |||
βιομηχανική κατεργασία | |||
κατεργασία κοπής; κατεργασία σε εργαλειομηχανή | |||
εκτύπωση; τράβηγμα; τύπωμα | |||
| |||
τυπώνω συγράμματα | |||
βαρούλκο; εργάζομαι με τη βοήθεια ενός μηχανήματος-εργαλείου | |||
μηχανή | |||
| |||
μετασκευάζω | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
mach | |||
m/c | |||
mc; mchn | |||
| |||
mcs | |||
| |||
M |
Machine Operating : 8 Phrasen in 4 Thematiken |
Industrie | 1 |
Informationstechnik | 1 |
Kommunikation | 3 |
Metallurgie | 3 |