instrument | |
Allg. | αυτόνομη πράξη |
Med. | όργανο; εργαλείο |
micr. | τοποθετώ όργανα μέτρησης |
Recht. | δικόγραφο; νομική πράξη; έγγραφο |
Verk. | εξοπλίζω δι'οργάνων |
reference | |
Dokument. Kommunik. | διαπαραπομπή |
Fin. | αναγνωριστικό συναλλαγής; αναφορά συναλλαγής |
Gesellsch. | αναφορά |
IT | παραπομπή |
Kommunik. | γράμμα παραπομπής |
Recht. | προσφυγή στο Δικαστήριο; υποβολή στο Συμβούλιο |
Recht. Kommunik. | αναφορά' παραπομπή |
reference... | |
Maschinenb. | αρχικός... |
| |||
αυτόνομη πράξη | |||
όργανο n; εργαλείο m | |||
τοποθετώ όργανα μέτρησης (To tag the source code in order to measure the amount of time spent in each area) | |||
δικόγραφο n; νομική πράξη; έγγραφο n | |||
ενδεικτικό όργανο αεροσκάφους | |||
| |||
εξοπλίζω δι'οργάνων | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
instr; instrm | |||
A device intended to make a measurement, alone or in conjunction with other equipment | |||
inst | |||
legal document | |||
| |||
instr |
Instrument Reference : 1 Phrase in 1 Thematik |
Wirtschaft | 1 |