instrument | |
Allg. | αυτόνομη πράξη |
Med. | όργανο; εργαλείο |
micr. | τοποθετώ όργανα μέτρησης |
Recht. | δικόγραφο; νομική πράξη; έγγραφο |
Verk. | εξοπλίζω δι'οργάνων |
Problem | |
micr. | Πρόβλημα |
report | |
Allg. | πρωτόκολλο; πιστοποιητικό |
Ausbild. | έλεγχος προόδου; διάλεξη |
IT | αναφορά |
mark. | απολογισμός |
micr. | αναφορά |
Verk. | αναφορά παράβασης; πρωτόκολλο παράβασης; πρακτικά μεταφοράς |
| |||
αυτόνομη πράξη | |||
όργανο n; εργαλείο m | |||
τοποθετώ όργανα μέτρησης (To tag the source code in order to measure the amount of time spent in each area) | |||
δικόγραφο n; νομική πράξη; έγγραφο n | |||
ενδεικτικό όργανο αεροσκάφους | |||
| |||
εξοπλίζω δι'οργάνων | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
instr; instrm | |||
A device intended to make a measurement, alone or in conjunction with other equipment | |||
inst | |||
legal document | |||
| |||
instr |
Instrument : 888 Phrasen in 43 Thematiken |