design | |
Bauw. | σχεδίαση |
el. Bauw. | έργο; μελέτη; μελέτη οδού; πρόγραμμα; σχέδιο; σχεδιασμός |
geow. el. | υπολογισμός; υπολογισμός σχεδίασης |
Recht. | σχέδιο ή υπόδειγμα |
to | |
Allg. | έως; σε; για; διεκδικώ |
el. | επιβράδυνση; ανάσχεση |
Forst | κολλώ |
| |||
βιομηχανικός σχεδιασμός | |||
σχεδίαση f | |||
παράσταση f | |||
έργο n; μελέτη f; μελέτη οδού; πρόγραμμα n; σχέδιο n; σχεδιασμός m | |||
σχέδιo | |||
υπολογισμός m; υπολογισμός σχεδίασης | |||
σχεδιασμός προϊόντος | |||
σχέδιο ή υπόδειγμα; κατασκευή f | |||
| |||
γραφικό σχέδιο | |||
| |||
σχεδιάζω | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
The design of the measuring equipment, e.g. compact instrument, 19" plug-in card etc | |||
des; dsgn | |||
| |||
designate | |||
Designator (U.S. Navy) |
Design To : 8 Phrasen in 4 Thematiken |
Gesundheitspflege | 1 |
Recht | 3 |
Verkehr | 1 |
Wirtschaft | 3 |