department | |
Allg. | τμήμα |
Ausbild. | τμήμα σπουδών |
kult. Kommunik. Wissensch. | τμήμα βιβλιοθήκης |
Stat. | Νομός |
of | |
Allg. | από |
conservation | |
Bodensch. | διατήρηση ex-situ; διατήρηση εκτός φυσικών συνθηκών; εκτός τόπου διατήρηση; μη επιτόπια διατήρηση |
geow. | συντήρησις |
Med. | διατήρηση; διαφύλαξη; συντήρηση |
| |||
τμήμα n | |||
τμήμα σπουδών | |||
τμήμα βιβλιοθήκης | |||
Νομός m | |||
| |||
διαμέρισμα n | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
dep; dpt | |||
| |||
Dep't |
Department of : 114 Phrasen in 21 Thematiken |