| |||
υπεύθυνος της επεξεργασίας | |||
διάταξη ελέγχου; ελεγκτήρας f | |||
βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως | |||
συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως | |||
χειριστήριο n | |||
ρυθμιστής m; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου | |||
ελεγκτής m (The part of a test rig that distributes tests to agent computers and collects test results) | |||
υπολογιστής m; διαχειριστής m; πληρεξούσιος m | |||
ελεγκτής m | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
cont | |||
A person holding a valid licence to control air traffic | |||
con; ctlr | |||
ctrl |
Controller : 326 Phrasen in 19 Thematiken |