Community | |
micr. | Κοινότητα |
community | |
biow. Umwelt natürl. | οικολογική κοινότητα; βιοκοινότητα; βιοκοινωνία; βιολογική κοινωνία; βιοτική κοινότητα; κοινότητα ειδών |
gesundh. | κοινότης |
Med. | κοινότητα |
micr. | κοινότητα |
on line | |
IT F&E | επί γραμμής ; επιγραμμικός; "άμεσης επικοινωνίας" |
on-line | |
Allg. | απ'ευθείας; άμεσης επικοινωνίας |
el. | απ'ευθείας συνδέσεως; συνδεδεμένος απ'ευθείας |
IT | επιγραμμικός; σε απευθείας σύνδεση |
IT F&E | επί γραμμής ; επιγραμμικός; "άμεσης επικοινωνίας" |
| |||
οικολογική κοινότητα; βιοκοινότητα f; βιοκοινωνία f; βιολογική κοινωνία; βιοτική κοινότητα; κοινότητα ειδών | |||
κοινότης m | |||
κοινότητα f | |||
κοινότητα f (The collective of people who interact through or use online resources) | |||
Κοινότητα f | |||
| |||
Κοινότητα f (A site template that is designed to create an online community where people come together to share ideas or get answers to their questions) | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
European Community (raf) | |||
| |||
com |
Community On : 428 Phrasen in 46 Thematiken |