Wörterbücher
Forum
Kontakte

Google | Forvo | +
zu Phrasen

clamp

[klæmp] V.
Bauw. κολλάρο σύσφιξης
el. κύκλωμα δέσμευσης
Fischz. τρίαινα; τρικράνι
Forst τσιμπίδα
Industr. σώμα πηνίου
Industr., Bauw., Chem. συγκρατώ; σφίγκω; ιδιοσυσκευή συσφίξεως και ασφαλίσεως από μετατοπίσεις
landwirt. ταφροειδής σιρός; μπαστέκακν.; ζώστρα ζυγοδόκης; κάτω κουρζέτο καμαριώνκν.; λαβίδα φυτευτικού μηχανισμού; έντροχο
landwirt., Maschinenb. σιδηρόβεργα για σταθεροποίηση του βραχίονα έλξης
Maschinenb. χαλινός στερέωσης; εξάρτημα στερέωσης; μέσο συσφίγξεως; μοντάρω; σφιγκτήρας σύσφιξης
mater. αναβολέας
Med. σφιγκτήρας; πέταλο έκτασης; σφιγκτήρας έκτασης; αναβολέας εκτάσεως; άγκιστρο; οδοντάγρα; συνδετήρας; αρπάγη; λαβίς; πόρπη; σφιγκτήρας με τη μορφή πτερνιστήρα; λαβίδα
Metall. σφιγκτήρας καλουπιού
Verk., el. ακροδέκτης συνδέσεως συρμάτων; κλέμμα σύνδεσης συρμάτων; σύρμα επαφής
clamping ['klæmpɪŋ] V.
el. συγκράτηση ενός σημείου μιας κυματομορφής σε μια αυθαίρετη στάθμη; μανδάλωση στάθμης
Industr., Bauw., Chem. συγκράτηση; σύσφιξη
IT σφίγγω
Med. πίεσις διά λαβίδος για αιμόσταση
Metall. σύσφιγξη
Verk. πάκτωση
to clamp [klæmp] V.
el. πακτώνω
landwirt. αποθηκεύω εις σιλό
 Englisch Thesaurus
CLAMPS Abk.
Abkürz. Challenge, Location, Advancement, Money, Prideor Prestige, Security (The six acceptable reasons for leaving your job if asked why in a fob interview Interex)
clamp [klæmp] Abk.
Abkürz., IT clp
CLAMP [klæmp] Abk.
Abkürz., Luftf. closed loop aeronautical management program
Abkürz., weltraum chemical low-altitude missile, puny
Ökol. Citizens Lake Monitoring Program
CLAMPS
: 306 Phrasen in 18 Thematiken
Allgemeine Lexik1
Bauwesen5
Biowissenschaften9
Chemie12
Elektronik17
Geowissenschaften14
Industrie15
Informationstechnik8
Kommunikation1
Landwirtschaft23
Maschinenbau90
Materialwissenschaften3
Medizin53
Metallurgie22
Recht1
Technik7
Textil1
Verkehr24

Hinzufügen | Fehler melden | Kurzlink auf diese Seite