Wörterbücher
Forum
Kontakte

   Deutsch
Google | Forvo | +
Zeitarbeiter m
Allg. εργαζόμενοι με ωριαία μίσθωση
Recht., Arb.re. εργάτης αμοιβόμενος με την ώρα; εργάτης αμοιβόμενος με το χρόνο απασχόλησης; εργάτης υπό δανεισμό; χρονικά αμοιβόμενος εργάτης