Wörterbücher
Forum
Kontakte

   Deutsch
Google | Forvo | +
Substantiv | Substantiv | zu Phrasen
Stoss m
Bauw. αρμός; σύνδεσμος
el. παλμός
Forst στιβαγμένα καυσόξυλα όγκου 3, 62 κ.μ.
geow. σύγκρουσις
Industr., Bauw. συναρμογή
Kommunik., Verk., Tech. άκρη ελάσματος
Metall. μετωπιαία σύνδεση; συναρμογή κατ'άκρα
Metall., Bauw. κρούση
Stoß f -es, Stöße
Astro., Verk. Πρόσκρουση
el. παλμός
Forst κραδασμός
geow. κρουστικός παλμός
Maschinenb. ελατήριο εμβόλου με επικαλυπτόμενα άκρα
Verk. ξαφνική ώθηση; άρμοση; ένωση; μάτιση; μάτισμα; σύνδεση; σύνδεση ελασμάτων πρόσωπο με πρόσωπο; ελιγμός με απώθηση
Verk., Industr. παρέμβυσμα
Verk., Maschinenb. αρμός σιδηροτροχιάς; αρμός
stoßen f
Maschinenb. να αλεσθεί; να κονιοποιηθεί
Stoßen f -s
Metall., Maschinenb. πλάνιση εμβολισμού
Stoss: 70 Phrasen in 11 Thematiken
Allgemeine Lexik5
Bauwesen2
Chemie3
Elektronik2
Geowissenschaften12
Industrie11
Informationstechnik2
Landwirtschaft2
Maschinenbau10
Metallurgie10
Verkehr11