Eintrittsdurchmesser | |
geow. Maschinenb. | διάμετρος εισαγωγής της πτερωτής |
D | |
biow. Chem. | ασπαρτικό οξύ |
Laufrad | |
landwirt. Maschinenb. | πτερωτή |
Maschinenb. | τροχός κυλίσεως; τροχός μετακίνησης; τροχός μετατόπισης |
Maschinenb. el. | φτερωτή |
Verk. | φέρων τροχός |
| |||
διάμετρος εισαγωγής της πτερωτής |