Wörterbücher
Forum
Kontakte

   Deutsch
Google | Forvo | +
Verb | Adjektiv | zu Phrasen
Blockieren V.
micr. Αποκλεισμός
Verk. σφήνωση
blockieren V.
Fin., Arb.re. δεσμεύω
IT απροσδόκητη εμπλοκή προγράμματος
Kommunik. να αποκλεισθεί
micr. αποκλεισμός
blockieren Adj.
Med. φράσσω έφραξα; αποφράσσω απέφραξα; κλείνω έκλεισα; κλεισμένος; μπλοκάρω μπλόκαρα/μπλοκάρισα; κλείω έκλεισα; αναστέλλω ανέστειλα; μπλοκάρω μπλόκαρα
Blockieren: 11 Phrasen in 4 Thematiken
Elektronik3
Maschinenbau1
Microsoft4
Verkehr3